- φιλίστου
- φίλτατοςone's nearest and dearestmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλίστου — Φίλιστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
Αθανάδας — (ή Αβάνας, 4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τις Συρακούσες. Συνέχισε την ιστορία του Φιλίστου πιθανώς έως τον θάνατο του Τιμολέοντα (337 π.Χ.) … Dictionary of Greek